λῆξιν

λῆξιν
λῆξις 1
determination
fem acc sg
λῆξις 2
cessation
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λήξις — (I) λῆξις, ἡ (ΑM, Α ιων. τ. λάξις) 1. τόπος που παραχωρήθηκε για διαμονή («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.) 2. κατάσταση αρχ. 1. ο καθορισμός ή ο διορισμός με κλήρο, η απόκτηση με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», Πλάτ.) 2. η… …   Dictionary of Greek

  • λήξη — η (Α λῆξις) [λήγω] η παύση, το τέλος, ο τερματισμός μιας ενέργειας ή μιας χρονικής περιόδου (α. «λήξη μαθημάτων» β. «λήξη απεργίας» γ. «ἐνεργείας λῆξιν λαμβανούσης», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «λήξη γραμματίου» η ημερομηνία κατά την οποία η εξόφληση τού… …   Dictionary of Greek

  • υπόδοσις — όσεως, ἡ, Α [ὑποδίδωμι] χαλάρωση ή μείωση («λῆξιν ὑπόδοσίν τε μόχθων», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”